Ετυμολογία

επεξεργασία
kampanji < kampanj- + -o
ρήμα kampanji
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kampanjas kampanjanta kampanjata
αόριστος kampanjis kampanjinta kampanjita
μέλλοντας kampanjos kampanjonta kampanjota
υποθετική kampanjus - -
προστακτική kampanju - -

kampanji (eo)