Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cyˈɾɛc cɛmiː‿ˈi/

  Ετυμολογία επεξεργασία

kürek kemiği < kürek («φτυάρι») + kemik («κόκαλο»)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kürek kemiği (tr)

Κλίση επεξεργασία