Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kürek < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική كورك (kürek) < παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cyˈɾɛc/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kürek (tr)

  1. φτυάρι
  2. κουπί

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. kürek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν