japan
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjapan (en)
- είδος σκληρού μαύρου σμάλτου που περιέχει άσφαλτο
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjapan (sv) αρσενικό ή θηλυκό
- Lua error in Module:labels at line 89: attempt to index field '?' (a nil value). Ιάπωνας