Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

informiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα informiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας informiĝas informiĝanta informiĝata
αόριστος informiĝis informiĝinta informiĝita
μέλλοντας informiĝos informiĝonta informiĝota
υποθετική informiĝus - -
προστακτική informiĝu - -

informiĝi (eo)