Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

in the act < → δείτε τις λέξεις in, the και act

  Έκφραση επεξεργασία

in the act (en)

  • (ιδιωματισμός) επ' αυτοφώρω, κατά τη στιγμή της πράξης
    The police caught a person in the act trying to break in.
    Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.

  Πηγές επεξεργασία