impending
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαimpending (en) (χωρίς παραθετικά)
- επικείμενος
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
- Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους.
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.