Ετυμολογία

επεξεργασία
ignoro < ignarus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iːŋˈnoː.ɾoː/

ignoro (la) (īgnōrō1, īgnōrāvī, īgnōrātum, īgnōrāre)