hot plug
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαhot plug (en)
- (πληροφορική, ηλεκτρονική) η θερμή βυσμάτωση, η σύνδεση εν ώρα λειτουργίας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- hot plug στην αγγλική Βικιπαίδεια