Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

heeft (nl)

  1. (ευγενικό) 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος hebben
     συνώνυμα: hebt
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος hebben