Ετυμολογία

επεξεργασία
greatly < great + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

greatly (en)

  • (επίσημο) πολύ
    ⮡  Land appreciated greatly since 2020.
    Η γη ανατιμήθηκε πολύ από το 2020.