godzina policyjna
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
godzina policyjna (pl) θηλυκό
- η ώρα κατά την οποία ισχύει απαγόρευση της κυκλοφορίας
- (συνεκδοχικά) η απαγόρευση της κυκλοφορίας
godzina policyjna (pl) θηλυκό