Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

godzina policyjna (pl) θηλυκό

  1. η ώρα κατά την οποία ισχύει απαγόρευση της κυκλοφορίας
  2. (συνεκδοχικά) η απαγόρευση της κυκλοφορίας

Δείτε επίσης επεξεργασία