Ετυμολογία

επεξεργασία
gołąbek < υποκοριστικό του gołąb

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gołąbek (pl) αρσενικό

  1. υποκοριστικό του: gołąb, περιστεράκι
  2. λαχανοντολμάς