Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. λούστρο
  2. γλωσσάρι, γλωσσάριο
  3. σχόλιο, παρατήρηση, σημείωση

  Ρήμα επεξεργασία

  1. λουστράρω
  2. σχολιάζω
  3. επεξηγώ
  4. κρύβω το πραγματικό νόημα
  5. στρεβλώνω