Ετυμολογία

επεξεργασία
ginkgo < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 銀杏 < κινεζική 銀杏 (銀) (gin=ασήμι, kyo=βερύκοκο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ginkgo (en)