get wise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαget wise (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) παίρνω κάτι είδηση, αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος είναι ανέντιμος
- ⮡ When he got wise to what was going on…
- Όταν πήρε είδηση τι γινόταν…
- ⮡ When he got wise to what was going on…
Πηγές
επεξεργασία- wise (idioms): be/get wise to somebody/something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: είδηση