Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

genitiv- < αγγλική genitive, γαλλική génitif - génitive

  Ρίζα επεξεργασία

genitiv- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: γενική

Παράγωγα επεξεργασία