Ουσιαστικό

επεξεργασία

generosity (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η γενναιοδωρία
    ⮡  His donations speak volumes about his generosity.
    Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.