Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

gelassen (de)

  • gelassen - Duden online.
  • gelassen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).