Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

fin de semaine (fr) θηλυκό

  1. το τέλος της εργάσιμης εβδομάδας, η Παρασκευή
  2. (Καναδάς) το σαββατοκύριακο
     συνώνυμα: week-end