Ετυμολογία

επεξεργασία
fesses < πληθυντικός αριθμός του fesse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɛs/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

fesses (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό