facilities
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfacilities (en) πληθυντικός
- εγκαταστάσεις
- (ευφημισμός) ο «χώρος», η τουαλέτα, το αποχωρητήριο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαfacilities (en) πληθυντικός
Δείτε επίσης : faculties |
facilities (en) πληθυντικός
facilities (en) πληθυντικός