Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

expéditionnaire < expédition

  Επίθετο επεξεργασία

expéditionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με μια αποστολή
  2. εκστρατευτικός