excretum
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατινικά : excretus (en) αρσενικό, excreta (en) θηλυκό, excretum (en) ουδέτερο
- excretum: ένα σκατό (ενιαίο κομμάτι)
- πληθυντικός excreta: κακά ή τσίσα (γενικά)
λατινικά : excretus (en) αρσενικό, excreta (en) θηλυκό, excretum (en) ουδέτερο