Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

exclamo < ex + clamo

  Ρήμα επεξεργασία

exclamo (la) (exclāmō1, exclāmāvī, exclāmātum, exclāmāre)

Κλίση επεξεργασία