electric
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | electric |
συγκριτικός | more electric |
υπερθετικός | most electric |
Επίθετο
επεξεργασίαelectric (en)
- ηλεκτρικός, που συνδέεται με ηλεκτρισμό· που χρησιμοποιεί ή παράγει ηλεκτρική ενέργεια
- ⮡ When buying electric appliances, don’t forget to ask for the manufacturer’s warranty.
- Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την εγγύηση του εργοστασίου.
- ≈ συνώνυμα: electrical
- ⮡ When buying electric appliances, don’t forget to ask for the manufacturer’s warranty.
- ηλεκτρισμένος, γεμάτος ένταση
- ⮡ The atmosphere was electric.
- Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.
- ≈ συνώνυμα: electrifying
- ⮡ The atmosphere was electric.
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαelectric (ro)