Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ekskuziĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ekskuziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ekskuziĝas ekskuziĝanta ekskuziĝata
αόριστος ekskuziĝis ekskuziĝinta ekskuziĝita
μέλλοντας ekskuziĝos ekskuziĝonta ekskuziĝota
υποθετική ekskuziĝus - -
προστακτική ekskuziĝu - -

ekskuziĝi (eo)