Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

eksiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα eksiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας eksiĝas eksiĝanta eksiĝata
αόριστος eksiĝis eksiĝinta eksiĝita
μέλλοντας eksiĝos eksiĝonta eksiĝota
υποθετική eksiĝus - -
προστακτική eksiĝu - -

eksiĝi (eo)