ekscitiĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ekscitiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα ekscitiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ekscitiĝas | ekscitiĝanta | ekscitiĝata |
αόριστος | ekscitiĝis | ekscitiĝinta | ekscitiĝita |
μέλλοντας | ekscitiĝos | ekscitiĝonta | ekscitiĝota |
υποθετική | ekscitiĝus | - | - |
προστακτική | ekscitiĝu | - | - |
ekscitiĝi (eo)