Ετυμολογία

επεξεργασία
egoism- < ελληνική εγωισμός, γαλλική egoïsme

egoism- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: εγωισμός

Παράγωγα

επεξεργασία