Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dysphemia (en)

  1. (ιατρική) ο τραυλισμός
  2. (παρωχημένο) η αντικατάσταση μιας λέξης ή φράσης από μια περισσότερο χυδαία ή προσβλητική
     αντώνυμα: euphemism