driver's licence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασία- (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) η άδεια οδήγησης, το δίπλωμα (οδήγησης)
Συνώνυμα
επεξεργασία- driving licence (ΗΒ, Ιρλανδία, Ινδία, Πακιστάν, Χονγκ Κονγκ)
- driver's license (ΗΠΑ)