Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία en επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈdəʊlfʊl/

  Επίθετο επεξεργασία

doleful

  • λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος

Συνώνυμα επεξεργασία