Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dodgy < dodge + -y

  Επίθετο επεξεργασία

dodgy (en)

  1. ανέντιμος
  2. δυνητικά επικίνδυνος
  3. αναξιόπιστος