distributeur d'allumage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- distributeur d'allumage → δείτε τις λέξεις distributeur και allumage
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαdistributeur d'allumage (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) το ντιστριμπιτέρ
distributeur d'allumage (fr) αρσενικό