distinctively
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- distinctively < distinctive
Επίρρημα επεξεργασία
distinctively (en)
- χαρακτηριστικά, κατά τρόπο χαρακτηριστικό, που διακρίνει κάτι από κάτι άλλο
- these features are distinctively Greek
distinctively (en)