Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα difuziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας difuziĝas difuziĝanta difuziĝata
αόριστος difuziĝis difuziĝinta difuziĝita
μέλλοντας difuziĝos difuziĝonta difuziĝota
υποθετική difuziĝus - -
προστακτική difuziĝu - -

difuziĝi (eo)