Ετυμολογία

επεξεργασία
deteni < de + ten- + -i
ρήμα deteni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας detenas detenanta detenata
αόριστος detenis deteninta detenita
μέλλοντας detenos detenonta detenota
υποθετική detenus - -
προστακτική detenu - -

deteni (eo)