Ετυμολογία

επεξεργασία

desordem (pt) < des- και ordem

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

desordem (pt) θηλυκό

  1. η αναταραχή, η κοινωνική αναστάτωση και αταξία
  2. η εντροπία