dernière-née
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɛʁ.njɛʁ.ne/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdernière-née (fr) θηλυκό (αρσενικό: dernier-né)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dernier
dernière-née (fr) θηλυκό (αρσενικό: dernier-né)