deregulate (en)

  1. (νομικός όρος) απελευθερώνω, ελαττώνω/μειώνω τα εμπόδια, απλοποιώ την νομοθεσία, καθιστώ/κάνω πιο φιλική την νομοθεσία
  2. (βιοχημεία), (σπάνιο) απορρυθμίζω