deregulate
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
deregulate (en)
- (νομικός όρος) απελευθερώνω, ελαττώνω/μειώνω τα εμπόδια, απλοποιώ την νομοθεσία, καθιστώ/κάνω πιο φιλική την νομοθεσία
- (βιοχημεία), (σπάνιο) απορρυθμίζω
deregulate (en)