Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

deploro < de + ploro

  Ρήμα επεξεργασία

deploro (la) (dēplōrō1, dēplōrāvī, dēplōrātum, dēplōrāre)

  1. θρηνώ
  2. παραπονιέμαι
  3. εγκαταλείπω

Κλίση επεξεργασία