Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

daŭrigi < daŭr- + -ig- + -i

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα daŭrigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας daŭrigas daŭriganta daŭrigata
αόριστος daŭrigis daŭriginta daŭrigita
μέλλοντας daŭrigos daŭrigonta daŭrigota
υποθετική daŭrigus - -
προστακτική daŭrigu - -

daŭrigi (eo)