décadentisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- décadentisme < décadent
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.ka.dɑ̃.tism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
décadentisme (fr) αρσενικό
- απαισιόδοξη λογοτεχνική σχολή που ετοίμασε τον συμβολισμό
décadentisme (fr) αρσενικό