Ετυμολογία

επεξεργασία

czytanie (pl) < ρηματικό ουσιαστικό από το ρημα: czytać + -nie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

czytanie (pl) ουδέτερο