Ετυμολογία

επεξεργασία

czwórka < cztery

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡ʃ̑furka/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

czwórka (pl) θηλυκό

  1. το τεσσάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
    wyszliśmy z portu przy czwórce z południowego zachodu - φύγαμε από το λιμάνι με τεσσάρι από τα νοτιοδυτικά
  2. η τετράδα