Ετυμολογία

επεξεργασία
czarnogórski < από τη λέξη Czarnogóra

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

czarnogórski (pl)

  1. μαυροβουνιακός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

czarnogórski (pl) αρσενικό

  1. η γλώσσα που μιλάνε στο Μαυροβούνιο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  Czarnogóra