Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cutlet (en)

  1. λεπτό κομμάτι κρέας, τηγανισμένο
  2. κοτολέτα, μπριζολάκι (χοιρινό ή βοδινό)