Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

copiae, πληθυντικός αριθμός του copia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

copiae (la) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • copia, με διαφορετική έννοια