Ουσιαστικό

επεξεργασία

conveyance (en)

  1. η μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο
  2. ένα μεταφορικό μέσο, ιδίως ένα όχημα
  3. η μεταβίβαση τίτλων ή δικαιωμάτων σε άλλον